- προσκάρδιος
- προσκάρδιος, [dialect] Dor. [pref] ποτι-, ον,A at the heart,
ἕλκος Bion 1.17
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἕλκος Bion 1.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσκάρδιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κοντά στην καρδιά, καρδιακός («προσκάρδιον ἕλκος», Βίων). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καρδία (πρβλ. κατα κάρδιος, περι κάρδιος)] … Dictionary of Greek
ποτικάρδιον — προσκάρδιος at the heart masc/fem acc sg (doric) προσκάρδιος at the heart neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτικάρδια — προσκάρδιος at the heart neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
ποτικάρδιος — ον, Α (δωρ. τ.) ο προσκάρδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + καρδία (πρβλ. κατα κάρδιος)] … Dictionary of Greek